κορασιδάτα

κορασιδάτα
κορασιδάτα, τὰ (Μ)
1. παρθενικός υμένας, παρθενιά
2. σημάδια, ενδείξεις παρθενίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, -ίδ-ος + κατάλ. -ατα (πρβλ. μαντ-άτα, πρεπ-άτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”